- ληνοπατώ
- ληνοπατῶ, -έω (Α)ληνοβατώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + πατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
τραπώ — έω, Α πατώ τα σταφύλια στον ληνό, στο πατητήρι, ληνοπατῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικός επαναληπτικός τ. ενεστ., ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *trep «βάζω το πόδι πάνω σε κάτι, πατώ» (πρβλ. ατραπός) και συνδέεται με λιθουαν.… … Dictionary of Greek